- πτυχίου
- πτύχιονfolding tabletneut gen sgπτύχιοςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πτυχίου — Πτυχίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
τελειοδίδακτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει περατώσει τις σπουδές του 2. αυτός που είχε μέτρια επιτυχία στις πανεπιστημιακές εξετάσεις πτυχίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. αυτο δίδακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μάμφορντ, Λιούις — (Lewis Mumford, Νέα Υόρκη 1895 – 1990). Αμερικανός κοινωνιολόγος, ιστορικός και συγγραφέας έργων πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής κριτικής. Φοίτησε στο γυμνάσιο Στίβεσαντ και κατόπιν στο Σίτι Κόλετζ της Νέας Υόρκης, από το οποίο δεν αποφοίτησε ποτέ … Dictionary of Greek
Μούζιλ, Ρόμπερτ — (Robert Musil, Κλάγκενφουρτ 1880 – Γενεύη 1942). Αυστριακός συγγραφέας. Αποφοίτησε από το πολυτεχνείο το 1901, οπότε διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης. Σύντομα ανακάλυψε ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η μελέτη της φιλοσοφίας και… … Dictionary of Greek
Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος — (Κωνσταντινούπολη 1815 – Αθήνα 1891). Έλληνας κορυφαίος ιστορικός συγγραφέας. Γιος του τραπεζίτη Δημητρίου Π., Πελοποννήσιου –από τη Βυτίνα– και πρόκριτου της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, ο Π. είχε πολύ μικρός την πικρή εμπειρία να … Dictionary of Greek
διπλωματούχος — ο, η ο κάτοχος διπλώματος, πτυχίου: Είναι διπλωματούχος οδοντίατρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)